- φυγοδικώ
- (ε) αμετ. юр. не являться в суд; скрываться от суда
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φυγοδικώ — φυγοδικῶ, έω, ΝΜΑ [φυγόδικος] αποφεύγω τη δίκη, δεν παρουσιάζομαι στο δικαστήριο για να δικαστώ … Dictionary of Greek
φυγοδικώ — φυγοδίκησα, αμτβ., αποφεύγω να δικαστώ, κρύβομαι και δεν παρουσιάζομαι στο δικαστήριο την ημέρα της δίκης, είμαι φυγόδικος, είμαι ένοχος φυγοδικίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυγοδικῶ — φυγοδικέω shirk a trial pres subj act 1st sg (attic epic doric) φυγοδικέω shirk a trial pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)